οἰωνόμαντις

οἰωνόμαντις
οἰωνόμαντις
one who takes omens from the flight and cries of birds
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οιωνόμαντις — οἰωνόμαντις, ὁ (Α) οιωνοσκόπος («οἰωνόμαντις Τειρεσίας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μάντις] …   Dictionary of Greek

  • οἰωνομάντις — οἰωνομάντῑς , οἰωνόμαντις one who takes omens from the flight and cries of birds masc/fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνομάντεις — οἰωνόμαντις one who takes omens from the flight and cries of birds masc/fem nom/voc pl (attic epic) οἰωνόμαντις one who takes omens from the flight and cries of birds masc/fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰωνόμαντιν — οἰωνόμαντις one who takes omens from the flight and cries of birds masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • οιωνομαντικός — οἰωνομαντικός, ή, όν (Α) [οιωνόμαντις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οιωνομαντεία ή στον οιωνόμαντι …   Dictionary of Greek

  • οιωνοσκόπος — ο (ΑΜ οἰωνοσκόπος) μάντης ο οποίος προφητεύει το μέλλον με την παρατήρηση και τη μελέτη τών οιωνών, αλλ. οιωνόμαντις, οιωνοπόλος ή οιωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ορνιθο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՒԱՀՄԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0072 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա.գ. οἱωνόμαντις augur, auspex. Հմայօղ ʼի ձեռն հաւուց. հաւադէտ. հաւահարց. *Մերժել զհաւահմայն, զհաւահարցն. Ոսկ. տիտ.: գ. ՀԱՒԱՀՄԱՅՔ յից. գ. ՀԱՒԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ. οἱώνισμα,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”